βουτύπος

βουτύπος
βου-τύπος [ῠ], ,
A ox-butcher, slaughterer, A.R.2.91,4.468; esp. of the priest at the Dipolia (cf. βουφόνια), IG12.839,3.1163.2, Clidem. 17, Porph.Abst.2.30.
2 = οἶστρος, gadfly, Opp.H.2.529; but = ἐμπίς, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βουτύπος — βουτύπος, ον (Α) 1. αυτός που χτυπά, που σκοτώνει βόδια 2. το αρσ. ως ουσ. α) ο χασάπης β) ο οίστρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + τύπος < τύπτω «πλήττω, κτυπώ»] …   Dictionary of Greek

  • βουτύπος — ox butcher masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουτύποι — βουτύπος ox butcher masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουτύπον — βουτύπος ox butcher masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουτύπων — βουτύπος ox butcher masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 …   Dictionary of Greek

  • βουτυπώ — βουτυπῶ ( έω) (Μ) [βουτύπος] κεντρίζω τα βόδια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”